(ο)νειρεύομαι

(ο)νειρεύομαι
(ο)νειρεύομαι
-εύτηκα, -εμένος
1. βλέπω όνειρα στον ύπνο μου: Κοιμάται κι ονειρεύεται.
2. βλέπω κάποιον στο όνειρό μου: Ονειρεύτηκα απόψε τη μάνα μου.
3. μτφ., πλάθω με τη φαντασία μου: Είν' όμορφη η χώρα σας, μα δεν είν' εκείνη που ονειρεύτηκα (Πορφύρας).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νειρεύομαι — βλ. ονειρεύομαι …   Dictionary of Greek

  • ονειρεύομαι — και νειρεύομαι και νείρομαι [όνειρο] 1. βλέπω όνειρα, ενυπνιάζομαι 2. βλέπω κάποιον ή κάτι στο όνειρό μου («καλό στον έμορφο το νιο, που ψες τόν ονειρεύτηκα», Βιζυην.) 3. δημιουργώ φανταστικές εικόνες στο μυαλό μου, ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”